κεναγγής

κεναγγής
κεναγγής, -ές (Α)
1. αυτός που αδειάζει από τα αγγεία τού σώματος την τροφή η οποία περιέχεται σ' αυτά, επομένως αυτός που προετοιμάζει πείνα, λιμό («ἀπλοίᾳ κεναγγεῑ» — από την αδυναμία να ξεκινήσουν τα πλοία, η οποία τά άδειαζε από τις τροφές και προετοίμαζε λιμό, Αισχύλ.)
2. (δ. ερμ.) αυτός που αδειάζει τα αγγεία τών τροφίμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)-* + -αγγής (< ἄγγος «αγγείο»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κεναγγεῖ — κεναγγής emptying the vessels of the body masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κεναγγής emptying the vessels of the body masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… …   Dictionary of Greek

  • κεναγγία — και κενεαγγίη, ἡ (Α) [κεναγγής] 1. η κενότητα, το άδειασμα τών αγγείων τού σώματος, επομένως, ο λιμός, η πείνα, η εξάντληση 2. φρ. «κεναγγίαν ἄγω» νηστεύω, Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • κενεαγγικός — κενεαγγικός, ή, όν (Α) [κεναγγής] 1. αυτός που έχει κενά τα αγγεία τού σώματος 2. εξαντλημένος 3. φρ. «κενεαγγικόν πάθος» η κενεαγγίη* …   Dictionary of Greek

  • κενεαγγώ — κενεαγγῶ, έω (Α) [κεναγγής] 1. έχω τα αγγεία τού σώματος κενά, είμαι εξαντλημένος, νηστεύω, πεινώ 2. ιατρ. κενώνω τα αγγεία με φλεβοτομία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”